μισθοφορικός

μισθοφορικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στους μισθοφόρους ή αποτελείται από μισθοφόρους: Μισθοφορικά στρατεύματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μισθοφορικός — ή, ό (Α μισθοφορικός, ή, όν) [μισθοφόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μισθοφόρους ή που αποτελείται από μισθοφόρους (α. «μισθοφορική αμοιβή» β. «μισθοφορικό στράτευμα») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθοφορικόν α) στράτευμα το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • μισθοφορικά — μισθοφορικός mercenary neut nom/voc/acc pl μισθοφορικά̱ , μισθοφορικός mercenary fem nom/voc/acc dual μισθοφορικά̱ , μισθοφορικός mercenary fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφορικῶν — μισθοφορικός mercenary fem gen pl μισθοφορικός mercenary masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφορικόν — μισθοφορικός mercenary masc acc sg μισθοφορικός mercenary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφορικαῖς — μισθοφορικός mercenary fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφορικοῖς — μισθοφορικός mercenary masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφορικοῦ — μισθοφορικός mercenary masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφορικήν — μισθοφορικός mercenary fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφορικῶς — μισθοφορικός mercenary adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφορικῷ — μισθοφορικός mercenary masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”